αγειτων

αγειτων
    ἀγείτων
    ἀ-γείτων
    2, gen. ονος не имеющий соседей, безлюдный
    

(πάγος Aesch.)

    ἀ. οἶκος φίλων Eur. — дом без соседей и друзей;
    οὐκ εἰκὸς ἀγείτονα τὸνδε κόσμον σαλεύειν Plut. — неправдоподобно, чтобы этот мир носился одиноко (т.е. чтобы не было других миров во вселенной)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αγειτων" в других словарях:

  • αγείτων — ἀγείτων ( ονος), ον (Α [γείτων] αυτός που δεν έχει γείτονες, έρημος …   Dictionary of Greek

  • ἀγείτων — ἀγάω pres imperat act 3rd pl (attic epic ionic) ἀγάω pres imperat act 3rd dual (attic epic ionic) ἀγείτων neighbourless masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγείτονα — ἀγείτων neighbourless neut nom/voc/acc pl ἀγείτων neighbourless masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγείτονι — ἀγείτων neighbourless dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγείτονος — ἀγείτων neighbourless gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γείτονας — ο (θηλ. ισσα, η) (AM γειτων, ο, η) 1. αυτός που κατοικεί ή βρίσκεται κοντά σε κάποιον άλλο 2. φρ. «πρώτα το γείτονα και μετά τον αδερφό» (γιατί μερικές φορές οι γείτονες προστρέχουν να μας βοηθήσουν πιο αποτελεσματικά κι απ τους συγγενείς) β.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»